συνανέρχομαι

συνανέχω

συνανηϐάω
συν·ανέχω (ao. 2 συνανέσχον)
1 s’élever ensemble, Arstt. Meteor. 3, 2, 6 ; Thém. 42b ||
2 se contenir, se maintenir, Arét. Cur. m. acut. 2, 3.