συνανέλκω

συνανέρχομαι

συνανέχω
συν·ανέρχομαι (ao. 2 συνανῆλθον, épq. συνανήλυθον [λῠ])
1 monter avec ou ensemble, Arat. 561 ||
2 revenir ou retourner avec, dat. A. Rh. 2, 913.