συνανθέω-ῶ

συνανθρωπεύω

συνανθρωπέω-ῶ
συν·ανθρωπεύω, rendre sociable, Porph. Abst. 1, 36 ; 4, 22 ||
Moy. vivre avec les hommes, Arstt. H.A. 8, 14, 1 ; ζῷα συνανθρωπευόμενα, Arstt. H.A. 5, 8, 6 ; Th. H.P. 3, 2, 2, animaux apprivoisés.