συνανθρωπεύω

συνανθρωπέω-ῶ

συνανθρωπίζω
συν·ανθρωπέω-ῶ, vivre au milieu des hommes, de la vie de tout le monde, Plut. M. 823b ; Porph. Abst. 1, 14, 20 ; 3, 9.