συνανθρωπέω-ῶ

συνανθρωπίζω

συνανθρωπιστικός
συν·ανθρωπίζω :
1 être sociable, Cléarq. (Ath. 611c) ||
2 être apprivoisé, Arstt. H.A. 1, 1, 30.