συναποφύομαι

συναποχράομαι-ῶμαι

συναποχωρέω-ῶ
συν·αποχράομαι-ῶμαι, se servir en même temps de, J. Ant. p. 838 Valois.
Étym. Suid. vo ἀποχρησάμενος.