συναρμοστής

συναρμοστικός

συναρμοττόντως
συναρμοστικός, ή, όν, apte à ajuster, à coordonner, Diotog. (Stob. Fl. 48, 62) ; Jambl. Myst. 4, 12.
Étym. συναρμόζω.