συγχώρημα

συγχώρησις

συγχωρητέος
συγχώρησις, εως () concession, consentement, Plat. Leg. 770c, 957d, Crat. 435b, etc. ; Plut. Cato mi. 25 ; fig. pardon, Chrys.
Étym. συγχωρέω.