συγχωρέω-ῶ

συγχώρημα

συγχώρησις
συγχώρημα, ατος (τὸ) concession, consentement, Pol. 1, 85, 3 ; 4, 73, 10 ; 5, 67, 8, etc. Plut. Popl. 20.
Étym. συγχωρέω.