συνιστίη

συνιστορέω-ῶ

συνίστωρ
συνιστορέω-ῶ :
1 savoir avec, Mén. 4, 237 Meineke ||
2 raconter avec, Cléanth. (Ath. 471b) ; Ptol. 1, 17, 5.
Étym. συνίστωρ.