Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
συγκαλυπτός,
ή, όν
[
ᾰ
]
vb. de
συγκαλύπτω,
Eschl.
Pr.
496
.