συγκάμπτω

σύγκαμψις

συγκανηφορέω-ῶ
σύγκαμψις, εως () action de ramasser sur soi en courbant, courbure, Hpc. Off. 746, Fract. 752 ; Arstt. Inc. an. 12, 5 ; Probl. 2, 38, 2, etc.
Étym. συγκάμπτω.