Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαταϐάλλω
συγκατάϐασις
συγκαταϐατικός
συγκατάϐασις,
εως
(
ἡ
)
[
ᾰᾰᾰ
] condescendance,
Naz.
Étym.
συγκαταϐαίνω
.