συγκατάϐασις

συγκαταϐατικός

συγκαταϐατικῶς
συγκαταϐατικός, ή, όν [ᾰᾰᾰ] qui condescend, accommodant, Nyss. 2, 236 ; Chrys. 1, 465 edd. Migne.
Étym. συγκαταϐαίνω.