συγκαταϐατικός

συγκαταϐατικῶς

συγκαταϐιϐάζω
συγκαταϐατικῶς [ᾰᾰᾰ] adv. avec condescendance, avec indulgence, Orig. 2, 992 ; Chrys. 3, 597 edd. Migne.