συγκαταγηράω-ῶ

συγκαταγιγνώσκω

συγκατάγνυμι
συγ·καταγιγνώσκω, réc. συγκαταγινώσκω [] condamner ensemble ou en même temps, gén. DS. 17, 30 ; Arstd. t. 1, 495 ; au pass. App. Civ. 1, 62.