συγκαταγιγνώσκω

συγκατάγνυμι

συγκαταγομφόω-ῶ
συγ·κατάγνυμι [] (f. -κατάξω, ao. -κατέαξα, etc.) briser ensemble, Symm. Ps. 67, 24 ; Jul. 60a.