συγκαταίθω

συγκαταινέω-ῶ

συγκάταινος
συγ·καταινέω-ῶ, donner son assentiment à, approuver : τι, Hpc. 25, 49 ; Pol. 15, 8, 9 ; Plut. Cam. 6, qqe ch. ; τινι, Xén. Cyr. 3, 3, 20 ; Pol. Exc. Vat. p. 444, qqn.