συγκαταινέω-ῶ

συγκάταινος

συγκαταιρέω
συγκάταινος, ος, ον, qui consent ou approuve, dat. Philipp. (Dém. 284, 3) ; DS. 15, 92 ; avec πρός et l’acc. Jos. A.J. 4, 8, 23.
Étym. v. le préc.