συγκατακάω

συγκατάκειμαι

συγκατακεράννυμι
συγ·κατάκειμαι, anc. att. ξυγκατάκειμαι, être couché avec, dat. Ar. Eccl. 614 ; abs. Plat. Conv. 191e, Phædr. 255e ; particul. être couché avec qqn sur un lit de table : οἱ συγκατακείμενοι, Plut. M. 660a, les convives.