συγκατάκειμαι

συγκατακεράννυμι

συγκατακλειστέον
συγ·κατακεράννυμι [] (f. -κερῶ, ao. pass. συγκατεκράθην) mêler ensemble ou avec, dat. Arésas (Stob. Ecl. p. 856).