συγκατανέμω

συγκατανευσιφάγος

συγκατανεύω
συγκατανευσι·φάγος, ου () [ῐᾰ] qui vit de condescendance, de complaisances, Cratès (Stob. Fl. 14, 16).
Étym. συγκατανεύω, φαγεῖν.