συγκατανευσιφάγος

συγκατανεύω

συγκατανοέω-οῶ
συγ·κατανεύω : donner son assentiment à, dat. Pol. 3, 52, 6, etc. ; avec double rég. : τινί τι, Pol. 7, 4, 9, à qqn pour qqe ch. ; abs. Anth. 5, 287.