συγκατέρχομαι

συγκατεσθίω

συγκατευθύνω
συγ·κατεσθίω (f. -κατέδομαι, ao. 2 -κατέφαγον, pf. -κατεδήδοκα) manger ensemble ou avec, dat. Plut. Thes. 22 ; Mnésith. (Ath. 357e), etc. ; τινί τι, Jul. 338c, manger une chose avec une autre.