συγκατεργάζομαι

συγκατέρχομαι

συγκατεσθίω
συγ·κατέρχομαι (ao. 2 -κατῆλθον, etc.)
1 descendre ensemble, Arstt. Insomn. 3, 10 ||
2 revenir ensemble (de l’exil, etc.) Lys. 187, 33 ; Arstt. Pol. 4, 15, 15 ; τινι, Lys. 188, 6 ; μετά τινος, Plut. Dio. 29, revenir d’exil avec qqn.