Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκάτειμι
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεργάζομαι
συγ·κατεξανίσταμαι
[
ᾰν
] se lever en même temps,
Plut.
Cæs.
8
dout.