συγκατεξανίσταμαι

συγκατεργάζομαι

συγκατέρχομαι
συγ·κατεργάζομαι :
I aider : τινι, Hdt. 2, 154 ; 8, 142, etc. qqn ; τι, Thc. 1, 132, en qqe ch. ; τινί τι, Hdt. 1, 162 ; Eur. Or. 33, qqn à faire qqe ch. ||
II particul. avec idée de violence :
1 aider à conquérir un pays, Plut. Pyrrh. 18 ||
2 faire périr ensemble, acc. Eur. H.f. 1024.