συγκαθαιρέω-ῶ

συγκαθαρμόζω

συγκαθέζομαι
συγ·καθαρμόζω [κᾰ]
1 ensevelir, Soph. Aj. 922 ||
2 aider à soigner les plaies d’un mort, Eur. El. 1228.