συγκαθαρμόζω

συγκαθέζομαι

συγκαθείμαρμαι
συγ·καθέζομαι [] (f. -εδοῦμαι)
1 siéger avec ou ensemble, Plat. Theæt. 162d, Prot. 317e ; Isocr. 236d ; Plut. Marc. 23, Popl. 17, M. 795e ||
2 se tapir, Plut. M. 970e.