συγκαθείμαρμαι

συγκαθείργω

συγκαθέλκω
συγ·καθείργω, enfermer ensemble, Xén. Cyr. 6, 1, 36 ; Plut. Ant. 79 ; au pass. Eschn. 26, 9 ; Luc. Cal. 18.