συγκαθέζομαι

συγκαθείμαρμαι

συγκαθείργω
συγ·καθ·είμαρμαι, être uni dans un même sort par un arrêt du destin, Hiérocl. (Stob. Fl. 67, 24).
Étym. σύν, κατά, εἵμαρμαι.