Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκατορύσσω
συγκάττυσις
συγκαττύω
συγκάττυσις,
εως
(
ἡ
)
[
ῡ
] rapiécetage,
Clém.
852
.
Étym.
συγκαττύω
.