συγκεφαλαίωσις

συγκεχυμένως

συγκηδεστής
συγκεχυμένως [] adv. confusément, Arstt. Nic. 7, 16 ; Sext. M. 7, 171, etc.
Étym. συγκέχυμαι pf. pass. de συγχέω.