συγκεφαλαίωμα

συγκεφαλαίωσις

συγκεχυμένως
συγκεφαλαίωσις, εως () [] récapitulation, Plat. Def. 415b ; Pol. 9, 32, 6 ; Sext. M. 7, 244.
Étym. συγκεφαλαιόω.