συγκεφαλαιόω-ῶ

συγκεφαλαίωμα

συγκεφαλαίωσις
συγκεφαλαίωμα, ατος (τὸ) [φᾰ] somme, total, Jambl. Nicom. ar. 90c, etc.
Étym. συγκεφαλαιόω.