Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκραμα,
ατος
(
τὸ
)
[
ᾱμ
] mélange,
Arstt.
Mir.
33 ;
Plut.
M.
943
c
;
particul.
vin trempé,
Diosc.
Étym.
συγκεράννυμι
.