σύγκραμα

συγκραματικός

σύγκρασις
συγκραματικός, ή, όν [ᾱᾰ] qui consiste en un mélange, Hérophil. (Plut. M. 904f) ; Ptol. Tetr. p. 117.
Étym. σύγκραμα.