Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκυνηγετέω-ῶ
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω-ῶ
συγκυνηγέτης,
ου
(
ὁ
)
[
κῠ
]
c.
συγκυνηγός,
Xén.
Cyn.
10, 3 ;
Eschn.
90, 6
.