συγκυνηγέτης

συγκυνηγέω-ῶ

συγκυνηγός
συγκυνηγέω-ῶ [κῠ] chasser ensemble, Arstt. Nic. 9, 12, 2 ; DS. 4, 34.
Étym. συγκυνηγός.