συνῃρημένως

συνήρης

συνήριθμος
συν·ήρης, ης, ες :
1 uni l’un à l’autre, commun à plusieurs, Nic. Al. 512 ||
2 c. συνηρεφής, Nic. Th. 69.
Étym. σύν, *ἄρω.