Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συρμαιοπώλης
συρμαϊσμός
συρμάς
συρμαϊσμός,
οῦ
(
ὁ
) purgation,
Hpc.
Art.
805
h
.
Étym.
συρμαΐζω
.