Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συρμαϊσμός
συρμάς
συρματῖτις
συρμάς,
άδος
(
ἡ
)
c.
συρμός,
Rhét.
3, 579 W. ;
Pisid.
Étym.
Suid.
v
o
συμφορά
.