συρμάς

συρματῖτις

συρμός
συρματῖτις, ίτιδος [ᾰῑῐδ] adj. f. : κόπρος, Th. H.P. 2, 7, 4 ; 7, 5, 1, fumier provenant d’ordures balayées.
Étym. σύρμα.