Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συρρήγνυμι
σύρρηξις
συρριζόομαι-οῦμαι
σύρρηξις,
εως
(
ἡ
) choc, conflit,
Arét.
Cur. m. diut.
1, 13
.
Étym.
συρρήγνυμι
.