συσσαρκόω-ῶ

συσσάρκωσις

συσσαρκωτικός
συσσάρκωσις, εως () croissance, réunion ou consolidation des chairs, Gal. 4, 11 ; Antyll. (Orib. p. 22 Mai).
Étym. συσσαρκόω.