Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συστρατιώτης
συστρατιῶτις
συστρατόομαι
συστρατιῶτις,
ιδος
(
ἡ
) [
ᾰῐδ
]
fém. du préc.
Jos.
B.J.
6, 9, 1 ;
Thém.
197
c
.