Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συστρατιῶτις
συστρατόομαι
συστρατοπεδεύομαι
συστρατόομαι
(
seul.
3 pl. impf. épq.
συνεστρατόωντο
) [
ᾰ
]
c.
συστρατεύω,
Nonn.
D.
17, 138
.