συζυγία

συζύγιος

σύζυγος
συζύγιος, α, ον [ζῠ]
1 pass. uni, Eur. Hipp. 1147 ||
2 act. qui préside aux unions, ép. d’Hèra, Stob. Ecl. 2, 54.
Étym. σύζυγος.