σησαμίς

σησαμίτης

σησαμοειδής
σησαμίτης, ου [ᾰῑ] adj. m.
1 préparé avec du sésame (pain ou gâteau) Ath. 114a ||
2 c. σησαμίς 2, Diosc. Noth. 4, 152.
Étym. σησάμη.