σησαμίτης

σησαμοειδής

σησαμόεις
σησαμο·ειδής, ής, ές [] semblable au sésame, Hpc. 406, 38 ; 1288, 15 ; Th. H.P. 3, 13, 6 ; τὸ σησαμοειδὲς μέγα et μικρόν, Diosc. 4, 152, n. de deux plantes qui ressemblent au sésame.
Étym. σησάμη, εἶδος.